Συχνά στα εσθονικά

Μετάφραση: συχνά, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
korduvalt, sageli, tihti, on sageli, sagedamini, tihtipeale
Συχνά στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συχνά

συχνά ρωτώ οκταβα σταύρος ψαρουδάκης, συχνά συνώνυμο, συχνά ρωτώ στίχοι, συχνά λάθη στη χρήση της ελληνικής, συχνά επαναλαμβανόμενος πονόλαιμος, συχνά λεξικό γλώσσας εσθονικά, συχνά στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • συσχέτιση στα εσθονικά - korrelatsiooni, korrelatsioon, vastavustabelile, vastavustabeliga, seos
  • συσχετίζω στα εσθονικά - seostama, partner, korrelatsioonis, korreleeruvad, korreleerub, on korrelatsioonis, korreleeru
  • συχνάζω στα εσθονικά - korduv, sage, sagedane, sagedased, sagedaste, sagedase
  • συχνός στα εσθονικά - sage, korduv, sagedane, sagedased, sagedaste, sagedase
Τυχαίες λέξεις
Συχνά στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: korduvalt, sageli, tihti, on sageli, sagedamini, tihtipeale