Συχνά στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συχνά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
frequente, amiúde, frequentar, frequentemente, prole, freqüentemente, muitas vezes, frequência
Συχνά στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συχνά

συχνά ρωτώ οκταβα σταύρος ψαρουδάκης, συχνά συνώνυμο, συχνά ρωτώ στίχοι, συχνά λάθη στη χρήση της ελληνικής, συχνά επαναλαμβανόμενος πονόλαιμος, συχνά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συχνά στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συσχέτιση στα πορτογαλικά - correlação, de correlação, correspondência, relação, correlação de
  • συσχετίζω στα πορτογαλικά - camarada, associar, companheiro, associado, correlacionar, correlacionam, correlacioná, ...
  • συχνάζω στα πορτογαλικά - frequente, francês, frequentar, freqüente, freqüentes, frequentes, frequentemente
  • συχνός στα πορτογαλικά - frequente, frequentar, francês, freqüente, freqüentes, frequentes, frequentemente
Τυχαίες λέξεις
Συχνά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: frequente, amiúde, frequentar, frequentemente, prole, freqüentemente, muitas vezes, frequência