Συχνά στα ισλανδικά
Μετάφραση: συχνά, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þrátt, oft, oft að
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συχνά
συχνά ρωτώ οκταβα σταύρος ψαρουδάκης, συχνά συνώνυμο, συχνά ρωτώ στίχοι, συχνά λάθη στη χρήση της ελληνικής, συχνά επαναλαμβανόμενος πονόλαιμος, συχνά λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συχνά στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- συσχέτιση στα ισλανδικά - fylgni, fylgni á, tengsl, fylgnin, samhengi
- συσχετίζω στα ισλανδικά - í samhengi, samsvörun milli, fylgni milli, var fylgni milli, á samsvörun milli
- συχνάζω στα ισλανδικά - tíð, oft, tíður, algengari, tíðar
- συχνός στα ισλανδικά - tíð, oft, tíður, algengari, tíðar
Τυχαίες λέξεις
Συχνά στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: þrátt, oft, oft að
Μεταφράσεις: þrátt, oft, oft að