Απαγόρευση στα ισλανδικά

Μετάφραση: απαγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bann, banna, bann við, bannið, banni
Απαγόρευση στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απαγόρευση

απαγόρευση κυκλοφορίας, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, απαγόρευση ηλεκτρονικού τσιγάρου, απαγόρευση λατινικά, απαγόρευση συγκεντρώσεων, απαγόρευση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, απαγόρευση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • απαγωγέας στα ισλανδικά - abductor
  • απαγωγή στα ισλανδικά - brottnám, Abduction
  • απαθής στα ισλανδικά - apathetic
  • απαισιοδοξία στα ισλανδικά - svartsýni, og svartsýni, svartsýnin, bölsýni
Τυχαίες λέξεις
Απαγόρευση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: bann, banna, bann við, bannið, banni