Απαγόρευση στα λιθουανικά
Μετάφραση: απαγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
draudimas, draudimą, draudimo, uždrausti, uždraudimas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαγόρευση
απαγόρευση κυκλοφορίας, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, απαγόρευση ηλεκτρονικού τσιγάρου, απαγόρευση λατινικά, απαγόρευση συγκεντρώσεων, απαγόρευση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, απαγόρευση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- απαγωγέας στα λιθουανικά - pagrobėjas, abduktorius, Abduktors, Žmonių laupītājs, Aizvilinātājs
- απαγωγή στα λιθουανικά - pagrobimas, pagrobimo, grobimą, grobimas, pagrobimą
- απαθής στα λιθουανικά - apatiškas, apatiški, apatiška, abejingas, Apātisks
- απαισιοδοξία στα λιθουανικά - pesimizmas, Pesimizmas aplankė, pesimizmo, pesimizmą, pesimistinį
Τυχαίες λέξεις
Απαγόρευση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: draudimas, draudimą, draudimo, uždrausti, uždraudimas
Μεταφράσεις: draudimas, draudimą, draudimo, uždrausti, uždraudimas