Απαγόρευση στα λατινικά
Μετάφραση: απαγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λατινικά
Μεταφράσεις:
prohibitio
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαγόρευση
απαγόρευση κυκλοφορίας, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, απαγόρευση ηλεκτρονικού τσιγάρου, απαγόρευση λατινικά, απαγόρευση συγκεντρώσεων, απαγόρευση λεξικό γλώσσας λατινικά, απαγόρευση στα λατινικά
Τυχαίες λέξεις
Απαγόρευση στα λατινικά - Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Μεταφράσεις: prohibitio
Μεταφράσεις: prohibitio