Απαγόρευση στα ολλανδικά
Μετάφραση: απαγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbieden, verbod, ban, verbod op, verboden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαγόρευση
απαγόρευση κυκλοφορίας, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, απαγόρευση ηλεκτρονικού τσιγάρου, απαγόρευση λατινικά, απαγόρευση συγκεντρώσεων, απαγόρευση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απαγόρευση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- απαγωγέας στα ολλανδικά - ontvoerder, abductor, de ontvoerder, ontvoerende, afvoerder
- απαγωγή στα ολλανδικά - ontvoering, abductie, ontvoering van, ontvoeringen, de ontvoering
- απαθής στα ολλανδικά - wezenloos, ongevoelig, lauw, apathisch, onverschillig, lusteloos, melig, ...
- απαισιοδοξία στα ολλανδικά - pessimisme, zwaartillendheid, het pessimisme, pessimistisch, pessimisme van, pessimistische
Τυχαίες λέξεις
Απαγόρευση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verbieden, verbod, ban, verbod op, verboden
Μεταφράσεις: verbieden, verbod, ban, verbod op, verboden