Διενέργεια στα ισλανδικά

Μετάφραση: διενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stunda, framkvæmd, að stunda, framkvæma, annast
Διενέργεια στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διενέργεια

διενέργεια εδε, διενέργεια δημοτικών εκλογών, διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης, διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, διενέργεια δημόσιων διαγωνισμών προμηθειών αγαθών με χρήση ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, διενέργεια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διενέργεια στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • διεκδικώ στα ισλανδικά - ágreiningur, deila, krafa, aðkall, fullyrða, halda, halda fram, ...
  • διεκπεραίωση στα ισλανδικά - meðhöndlun, meðferð, meðhöndla, umsjón
  • διεξάγω στα ισλανδικά - framferði, far, hegðun, háttsemi, framkvæmd, framkoma
  • διεξοδικός στα ισλανδικά - ítarlegur, tæmandi, tÃ|mandi, ítarlegar
Τυχαίες λέξεις
Διενέργεια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stunda, framkvæmd, að stunda, framkvæma, annast