Διενέργεια στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aquisição, condutor, condução, conduzir, realização de, conduzindo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διενέργεια
διενέργεια εδε, διενέργεια δημοτικών εκλογών, διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης, διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, διενέργεια δημόσιων διαγωνισμών προμηθειών αγαθών με χρήση ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, διενέργεια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διενέργεια στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διεκδικώ στα πορτογαλικά - disputa, créditos, afirme, postular, reivindicação, porfiar, disputar, ...
- διεκπεραίωση στα πορτογαλικά - manipulação, manuseio, manejo, tratamento, manuseamento
- διεξάγω στα πορτογαλικά - guiar, gerir, levar, conduta, dirigir, procedimento, comportamento, ...
- διεξοδικός στα πορτογαλικά - lauto, espaçoso, copioso, extensão, basto, abundante, extensivo, ...
Τυχαίες λέξεις
Διενέργεια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aquisição, condutor, condução, conduzir, realização de, conduzindo
Μεταφράσεις: aquisição, condutor, condução, conduzir, realização de, conduzindo