Διενέργεια στα λευκορωσικά
Μετάφραση: διενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адрас, правядзенне, правядзеньне
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διενέργεια
διενέργεια εδε, διενέργεια δημοτικών εκλογών, διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης, διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, διενέργεια δημόσιων διαγωνισμών προμηθειών αγαθών με χρήση ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, διενέργεια λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, διενέργεια στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- διεκδικώ στα λευκορωσικά - сцвярджаць, сьцьвярджаць, зацвярджаць
- διεκπεραίωση στα λευκορωσικά - апрацоўка, апрацо ¢ ка, апрацоўкі, апрацо
- διεξάγω στα λευκορωσικά - паводзіны
- διεξοδικός στα λευκορωσικά - шыпокi, вычарпальны
Τυχαίες λέξεις
Διενέργεια στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: адрас, правядзенне, правядзеньне
Μεταφράσεις: адрас, правядзенне, правядзеньне