Διενέργεια στα λιθουανικά
Μετάφραση: διενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atlikti, atliekant, vykdyti, vykdant, atlieka
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διενέργεια
διενέργεια εδε, διενέργεια δημοτικών εκλογών, διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης, διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, διενέργεια δημόσιων διαγωνισμών προμηθειών αγαθών με χρήση ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, διενέργεια λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διενέργεια στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διεκδικώ στα λιθουανικά - prieštaravimas, konfliktas, teigti, ginti, teigia
- διεκπεραίωση στα λιθουανικά - tvarkymas, tvarkymo, Naudojimas, krova, valdymas
- διεξάγω στα λιθουανικά - elgsena, vesti, elgesys, skatinti, vadovauti, veiksmai, elgesio, ...
- διεξοδικός στα λιθουανικά - išsamus, baigtinis, išsamūs, išsami, išsamios
Τυχαίες λέξεις
Διενέργεια στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: atlikti, atliekant, vykdyti, vykdant, atlieka
Μεταφράσεις: atlikti, atliekant, vykdyti, vykdant, atlieka