Διενέργεια στα κροατικά
Μετάφραση: διενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
provođenje, vođenje, provodi, obavljanje, provođenja
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διενέργεια
διενέργεια εδε, διενέργεια δημοτικών εκλογών, διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης, διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, διενέργεια δημόσιων διαγωνισμών προμηθειών αγαθών με χρήση ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, διενέργεια λεξικό γλώσσας κροατικά, διενέργεια στα κροατικά
Μεταφράσεις
- διεκδικώ στα κροατικά - pobiti, potraživanje, izjavljivati, dokazivati, dokazivanje, svađa, žalba, ...
- διεκπεραίωση στα κροατικά - promjena, stavka, ugovaranje, rukovanje, rukovanja, postupanje, za rukovanje, ...
- διεξάγω στα κροατικά - poslovanje, ponašanja, upravljati, ponašanje, Provesti, postupanje, Provoditi, ...
- διεξοδικός στα κροατικά - detaljima, opsežni, podroban, detalji, prostran, opširnije, širok, ...
Τυχαίες λέξεις
Διενέργεια στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: provođenje, vođenje, provodi, obavljanje, provođenja
Μεταφράσεις: provođenje, vođenje, provodi, obavljanje, provođenja