Διενέργεια στα ουγγρικά
Μετάφραση: διενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lefolyás, csiszoltság, vezető, végző, elvégzéséért, folytat, lebonyolítása
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διενέργεια
διενέργεια εδε, διενέργεια δημοτικών εκλογών, διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης, διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, διενέργεια δημόσιων διαγωνισμών προμηθειών αγαθών με χρήση ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, διενέργεια λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διενέργεια στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διεκδικώ στα ουγγρικά - vitatkozás, érvényesíteni, állítják, azt állítják
- διεκπεραίωση στα ουγγρικά - tranzakció, megkötés, kezelés, kezelése, kezelési, kezelését, kezelésre
- διεξάγω στα ουγγρικά - magaviselet, életvitel, magatartás, magatartási, magatartása, magatartását, magatartásának
- διεξοδικός στα ουγγρικά - külterjes, kiterjedt, kimerítő, teljes, teljes körű, kimerítő jellegű, részletes
Τυχαίες λέξεις
Διενέργεια στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: lefolyás, csiszoltság, vezető, végző, elvégzéséért, folytat, lebonyolítása
Μεταφράσεις: lefolyás, csiszoltság, vezető, végző, elvégzéséért, folytat, lebonyolítása