Κατηγορούμενος στα ισλανδικά

Μετάφραση: κατηγορούμενος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sakaður, ákærða, ásakaði, sakaði, sakaður um
Κατηγορούμενος στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατηγορούμενος

ονειροκρίτης κατηγορούμενος, δις κατηγορούμενος, κατηγορούμενος συνωνυμο, κατηγορούμενος στα αγγλικά, κατηγορούμενος αγγλικα, κατηγορούμενος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κατηγορούμενος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατηγορία στα ισλανδικά - ásökun, hlaða, flokki, flokkur, flokk
  • κατηγορηματικός στα ισλανδικά - eindreginn, assertive, fastheldni, ágengari
  • κατηγορώ στα ισλανδικά - ásaka, ákæra, sök, kenna, sökin, að sökin, sökin á
  • κατηφορίζω στα ισλανδικά - hlíð, brekka, halli, halla, fara niður
Τυχαίες λέξεις
Κατηγορούμενος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: sakaður, ákærða, ásakaði, sakaði, sakaður um