Κατηγορούμενος στα τσεχικά
Μετάφραση: κατηγορούμενος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obviněný, obžalovaný, obviněn, obvinil, obviněného
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατηγορούμενος
ονειροκρίτης κατηγορούμενος, δις κατηγορούμενος, κατηγορούμενος συνωνυμο, κατηγορούμενος στα αγγλικά, κατηγορούμενος αγγλικα, κατηγορούμενος λεξικό γλώσσας τσεχικά, κατηγορούμενος στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- κατηγορία στα τσεχικά - obvinit, liga, břemeno, zaútočit, vsázka, náboj, útok, ...
- κατηγορηματικός στα τσεχικά - jasný, kladný, pozitivní, zřejmý, průbojný, výslovný, jednoznačný, ...
- κατηγορώ στα τσεχικά - obvinit, obžalovat, tvrdit, vypovídat, uvádět, prohlásit, vina, ...
- κατηφορίζω στα τσεχικά - sklánět, sklon, spád, sjezd, stráň, zešikmení, naklonění, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατηγορούμενος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: obviněný, obžalovaný, obviněn, obvinil, obviněného
Μεταφράσεις: obviněný, obžalovaný, obviněn, obvinil, obviněného