Κατηγορούμενος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κατηγορούμενος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
defender, acusado, réu, defenda, acusados, acusou, acusada, arguido
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατηγορούμενος
ονειροκρίτης κατηγορούμενος, δις κατηγορούμενος, κατηγορούμενος συνωνυμο, κατηγορούμενος στα αγγλικά, κατηγορούμενος αγγλικα, κατηγορούμενος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατηγορούμενος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κατηγορία στα πορτογαλικά - lamento, aliança, incumbir, queixa, liga, folha, carga, ...
- κατηγορηματικός στα πορτογαλικά - assertivo, assertiva, assertive, assertivos, afirmativo
- κατηγορώ στα πορτογαλικά - inculpar, denunciar, alegar, culpar, acusar, arguir, culpa, ...
- κατηφορίζω στα πορτογαλικά - declives, declive, ladeira, encosta, rampa, vertente, inclinação, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατηγορούμενος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: defender, acusado, réu, defenda, acusados, acusou, acusada, arguido
Μεταφράσεις: defender, acusado, réu, defenda, acusados, acusou, acusada, arguido