Κατηγορούμενος στα ολλανδικά

Μετάφραση: κατηγορούμενος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verweerder, beklaagde, aangeklaagde, beschuldigde, beschuldigd, verdachte, verweten
Κατηγορούμενος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατηγορούμενος

ονειροκρίτης κατηγορούμενος, δις κατηγορούμενος, κατηγορούμενος συνωνυμο, κατηγορούμενος στα αγγλικά, κατηγορούμενος αγγλικα, κατηγορούμενος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατηγορούμενος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατηγορία στα ολλανδικά - beschuldiging, laden, aanklacht, tenlastelegging, bond, verbond, beklag, ...
  • κατηγορηματικός στα ολλανδικά - zelfbewust, assertief, assertieve, assertiever, assertief te
  • κατηγορώ στα ολλανδικά - verklikken, aanbrengen, aangeven, beschuldigen, betichten, klikken, aanklagen, ...
  • κατηφορίζω στα ολλανδικά - schuinte, glooiing, helling, bergaf, naar beneden gaan
Τυχαίες λέξεις
Κατηγορούμενος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verweerder, beklaagde, aangeklaagde, beschuldigde, beschuldigd, verdachte, verweten