Κατηγορούμενος στα λετονικά
Μετάφραση: κατηγορούμενος, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apsūdzētais, apvainots, apsūdzēja, apsūdzēti, apsūdzēts
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατηγορούμενος
ονειροκρίτης κατηγορούμενος, δις κατηγορούμενος, κατηγορούμενος συνωνυμο, κατηγορούμενος στα αγγλικά, κατηγορούμενος αγγλικα, κατηγορούμενος λεξικό γλώσσας λετονικά, κατηγορούμενος στα λετονικά
Μεταφράσεις
- κατηγορία στα λετονικά - apsūdzība, klase, lādiņš, līga, kategorija, kategorijas, kategorijā, ...
- κατηγορηματικός στα λετονικά - neatlaidīgs, pārliecinošs, pārliecinošāka, uzstājīgs, uzstājīga
- κατηγορώ στα λετονικά - apsūdzēt, vainot, vaina, vainas, vaino, vainu
- κατηφορίζω στα λετονικά - slīpums, nogāze, iet lejup
Τυχαίες λέξεις
Κατηγορούμενος στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: apsūdzētais, apvainots, apsūdzēja, apsūdzēti, apsūdzēts
Μεταφράσεις: apsūdzētais, apvainots, apsūdzēja, apsūdzēti, apsūdzēts