Κατολίσθηση στα ισλανδικά

Μετάφραση: κατολίσθηση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
jarðfall, renna, að renna, því að renna, rennihurð
Κατολίσθηση στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατολίσθηση

κατολίσθηση αφγανιστάν, κατολίσθηση στη σαντορίνη, κατολίσθηση ουάσιγκτον, κατολίσθηση στις ηπα, κατολίσθηση στο αφγανιστάν, κατολίσθηση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κατολίσθηση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατοικημένος στα ισλανδικά - íbúðabyggð, íbúðarhúsnæði, búsetu, íbúðar, íbúða
  • κατοικώ στα ισλανδικά - dvelja, byggja, lifa, búa, lifandi, lifað, býrð
  • κατορθώνω στα ισλανδικά - setja yfir, að setja yfir
  • κατοχή στα ισλανδικά - eignar, eign, fórum, til eignar, meira með boltann
Τυχαίες λέξεις
Κατολίσθηση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: jarðfall, renna, að renna, því að renna, rennihurð