Κατολίσθηση στα ολλανδικά
Μετάφραση: κατολίσθηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aardverschuiving, schuif-, glijdend, schuiven, glijden, glijdende
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατολίσθηση
κατολίσθηση αφγανιστάν, κατολίσθηση στη σαντορίνη, κατολίσθηση ουάσιγκτον, κατολίσθηση στις ηπα, κατολίσθηση στο αφγανιστάν, κατολίσθηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατολίσθηση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κατοικημένος στα ολλανδικά - woon-, residentiële, woonwijken, in woonwijken, woonwijk
- κατοικώ στα ολλανδικά - resideren, wonen, huizen, leven, te leven, woont, leeft
- κατορθώνω στα ολλανδικά - verkrijgen, inhalen, bereiken, doorvoeren, behalen, treffen, verwerven, ...
- κατοχή στα ολλανδικά - karwei, beroep, eigendomsrecht, bezetting, ambacht, vak, goed, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατολίσθηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aardverschuiving, schuif-, glijdend, schuiven, glijden, glijdende
Μεταφράσεις: aardverschuiving, schuif-, glijdend, schuiven, glijden, glijdende