Κατολίσθηση στα τούρκικα

Μετάφραση: κατολίσθηση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
heyelan, sürgülü, kayar, kayma, kayan, sürme
Κατολίσθηση στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατολίσθηση

κατολίσθηση αφγανιστάν, κατολίσθηση στη σαντορίνη, κατολίσθηση ουάσιγκτον, κατολίσθηση στις ηπα, κατολίσθηση στο αφγανιστάν, κατολίσθηση λεξικό γλώσσας τούρκικα, κατολίσθηση στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • κατοικημένος στα τούρκικα - yerleşim, konut, bir yerleşim, Residential, ikamet
  • κατοικώ στα τούρκικα - oturmak, canlı, yaşamak, yaşayan, yaşıyor, yaşamaya
  • κατορθώνω στα τούρκικα - ulaşmak, yetişmek, uzanmak, uzatmak, erişmek, yutturmak, üzerine koymak, ...
  • κατοχή στα τούρκικα - iş, meşguliyet, görev, mal, meslek, mülk, bulundurma, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατολίσθηση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: heyelan, sürgülü, kayar, kayma, kayan, sürme