Κατολίσθηση στα λευκορωσικά
Μετάφραση: κατολίσθηση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
слізгальны, зменны, слізгальная, слізготны, імчыцца
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατολίσθηση
κατολίσθηση αφγανιστάν, κατολίσθηση στη σαντορίνη, κατολίσθηση ουάσιγκτον, κατολίσθηση στις ηπα, κατολίσθηση στο αφγανιστάν, κατολίσθηση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κατολίσθηση στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- κατοικημένος στα λευκορωσικά - жылы, жылой, жылога, жылай
- κατοικώ στα λευκορωσικά - жыць
- κατορθώνω στα λευκορωσικά - прыходзiць, прыстань, адбыцца, пакласці, пакласьці
- κατοχή στα λευκορωσικά - валоданне, валоданьне, ўладанне, уладанне, на валоданьне
Τυχαίες λέξεις
Κατολίσθηση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: слізгальны, зменны, слізгальная, слізготны, імчыцца
Μεταφράσεις: слізгальны, зменны, слізгальная, слізготны, імчыцца