Κατολίσθηση στα ρουμανικά

Μετάφραση: κατολίσθηση, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
alunecare, glisante, de alunecare, culisante, glisantă
Κατολίσθηση στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατολίσθηση

κατολίσθηση αφγανιστάν, κατολίσθηση στη σαντορίνη, κατολίσθηση ουάσιγκτον, κατολίσθηση στις ηπα, κατολίσθηση στο αφγανιστάν, κατολίσθηση λεξικό γλώσσας ρουμανικά, κατολίσθηση στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • κατοικημένος στα ρουμανικά - rezidențial, rezidential, rezidentiala, rezidențială, rezidențiale
  • κατοικώ στα ρουμανικά - trăi, trăiesc, trăiască, locuiesc, trăim
  • κατορθώνω στα ρουμανικά - pune, pus, încearcă, puse, a pus
  • κατοχή στα ρουμανικά - ocupaţie, posesiune, deținere, stăpânire, posiblititatea, posiblititatea de
Τυχαίες λέξεις
Κατολίσθηση στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: alunecare, glisante, de alunecare, culisante, glisantă