Κατολίσθηση στα ουγγρικά
Μετάφραση: κατολίσθηση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csúszó, tolóajtó, a csúszó, toló, eltolható
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατολίσθηση
κατολίσθηση αφγανιστάν, κατολίσθηση στη σαντορίνη, κατολίσθηση ουάσιγκτον, κατολίσθηση στις ηπα, κατολίσθηση στο αφγανιστάν, κατολίσθηση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κατολίσθηση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- κατοικημένος στα ουγγρικά - tartózkodási, lakó, lakossági, bentlakásos, lakó-, lakóingatlan
- κατοικώ στα ουγγρικά - él, élő, élni, élnek
- κατορθώνω στα ουγγρικά - áttesz, tegye át, ráhúzzuk, átrak, kerül át
- κατοχή στα ουγγρικά - birtoklás, birtokában, birtokolta, labdabirtoklási, birtoklása
Τυχαίες λέξεις
Κατολίσθηση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: csúszó, tolóajtó, a csúszó, toló, eltolható
Μεταφράσεις: csúszó, tolóajtó, a csúszó, toló, eltolható