Κατολίσθηση στα σουηδικά
Μετάφραση: κατολίσθηση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
glidande, glid, skjut, skjutbara, glider
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατολίσθηση
κατολίσθηση αφγανιστάν, κατολίσθηση στη σαντορίνη, κατολίσθηση ουάσιγκτον, κατολίσθηση στις ηπα, κατολίσθηση στο αφγανιστάν, κατολίσθηση λεξικό γλώσσας σουηδικά, κατολίσθηση στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- κατοικημένος στα σουηδικά - bostäder, bostadsområde, bostads-, bostadshus, bostads
- κατοικώ στα σουηδικά - vistas, bebo, bo, lever, bor, leva, levande
- κατορθώνω στα σουηδικά - vinna, anlända, nå, utföra, förvärva, räcka, lägga över, ...
- κατοχή στα σουηδικά - besittning, yrke, arbete, sysselsättning, jobb, innehav, bollinnehavet, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατολίσθηση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: glidande, glid, skjut, skjutbara, glider
Μεταφράσεις: glidande, glid, skjut, skjutbara, glider