Κατολίσθηση στα λιθουανικά

Μετάφραση: κατολίσθηση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuošliauža, stumdomas, stumdomos, slydimo, slankiosios, stumdami
Κατολίσθηση στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατολίσθηση

κατολίσθηση αφγανιστάν, κατολίσθηση στη σαντορίνη, κατολίσθηση ουάσιγκτον, κατολίσθηση στις ηπα, κατολίσθηση στο αφγανιστάν, κατολίσθηση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κατολίσθηση στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • κατοικημένος στα λιθουανικά - gyvenamasis, gyvenamųjų, gyvenamosios, gyvenamųjų namų, gyvenamojo
  • κατοικώ στα λιθουανικά - sustoti, gyventi, gyvena, gyvenate, gyvename, gyvenu
  • κατορθώνω στα λιθουανικά - pasiekti, įdėti, davė, ieškojo, pateikti, įgyvendinti
  • κατοχή στα λιθουανικά - profesija, verslas, tarnyba, darbas, turėjimas, laikymas, eigą, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατολίσθηση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nuošliauža, stumdomas, stumdomos, slydimo, slankiosios, stumdami