Κατολίσθηση στα ουκρανικά

Μετάφραση: κατολίσθηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ландшафт, ковзний, ковзаючий, ковзає, що ковзає, змінний
Κατολίσθηση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατολίσθηση

κατολίσθηση αφγανιστάν, κατολίσθηση στη σαντορίνη, κατολίσθηση ουάσιγκτον, κατολίσθηση στις ηπα, κατολίσθηση στο αφγανιστάν, κατολίσθηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κατολίσθηση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κατοικημένος στα ουκρανικά - резидент, мешканець, житлової, житловий, житловою, житловій, жилою
  • κατοικώ στα ουκρανικά - затримуватися, жити, мешкати, перебувати, жить, житиме
  • κατορθώνω στα ουκρανικά - досягнути, домагатися, досягніть, досягати, досягти, добиватися, покласти
  • κατοχή στα ουκρανικά - окупація, діяльність, заволодіння, володіння, фах, професія
Τυχαίες λέξεις
Κατολίσθηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ландшафт, ковзний, ковзаючий, ковзає, що ковзає, змінний