Κατολίσθηση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κατολίσθηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
derrocadas, deslizamento, corrediço, deslizante, deslizando, correr
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατολίσθηση
κατολίσθηση αφγανιστάν, κατολίσθηση στη σαντορίνη, κατολίσθηση ουάσιγκτον, κατολίσθηση στις ηπα, κατολίσθηση στο αφγανιστάν, κατολίσθηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατολίσθηση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κατοικημένος στα πορτογαλικά - residencial, residential, residenciais, residências
- κατοικώ στα πορτογαλικά - residir, morar, habitar, interrupção, anão, enfurecer, indignar, ...
- κατορθώνω στα πορτογαλικά - alcance, adquirir, atingir, arranjar, alcançar, abranger, obter, ...
- κατοχή στα πορτογαλικά - possuir, empreitada, possua, ter, profissão, ofício, arte, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατολίσθηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: derrocadas, deslizamento, corrediço, deslizante, deslizando, correr
Μεταφράσεις: derrocadas, deslizamento, corrediço, deslizante, deslizando, correr