Μεραρχία στα ισλανδικά
Μετάφραση: μεραρχία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
deiling, skil, deild, skiptingu, skipting, Sviðið, deildar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεραρχία
μεραρχία εντελβάις, μεραρχία τζούλια, μεραρχία κρητών, μεραρχία ρόδου, μεραρχία acqui, μεραρχία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, μεραρχία στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- μερίδα στα ισλανδικά - skammtur, hluti, hluta, hlutinn, hlutdeild, skammti
- μερίδιο στα ισλανδικά - kafli, hluti, partur, leyti, hlut, hlutdeild, Share, ...
- μεριά στα ισλανδικά - bógur, hlið, borð, megin, kantinum, hliðin, hliðinni
- μερικοί στα ισλανδικά - einhver, sumir, sum, nokkrar, sumum, nokkrum
Τυχαίες λέξεις
Μεραρχία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: deiling, skil, deild, skiptingu, skipting, Sviðið, deildar
Μεταφράσεις: deiling, skil, deild, skiptingu, skipting, Sviðið, deildar