Μεραρχία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μεραρχία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
divisão, divisão de, repartição, a divisão, de divisão
Μεραρχία στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεραρχία

μεραρχία εντελβάις, μεραρχία τζούλια, μεραρχία κρητών, μεραρχία ρόδου, μεραρχία acqui, μεραρχία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μεραρχία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μερίδα στα πορτογαλικά - quinhão, antes, vigia, racionar, bastante, melhor, parte, ...
  • μερίδιο στα πορτογαλικά - parcela, repartir, região, salsa, plagia, desmembrar, parte, ...
  • μεριά στα πορτογαλικά - lado, vertente, banda, declives, flanco, rampa, costado, ...
  • μερικοί στα πορτογαλικά - alguma, algum, alguns, alguém, aproximadamente, somália, algumas, ...
Τυχαίες λέξεις
Μεραρχία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: divisão, divisão de, repartição, a divisão, de divisão