Μεραρχία στα τούρκικα

Μετάφραση: μεραρχία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kısım, daire, bölüm, bölünme, bölümü, Küme Bu, bölme, bölünmesi
Μεραρχία στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεραρχία

μεραρχία εντελβάις, μεραρχία τζούλια, μεραρχία κρητών, μεραρχία ρόδου, μεραρχία acqui, μεραρχία λεξικό γλώσσας τούρκικα, μεραρχία στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • μερίδα στα τούρκικα - hisse, porsiyon, parça, pay, kısım, kısmı, kısmının, ...
  • μερίδιο στα τούρκικα - ayrılmak, bölge, daire, hisse, bölüm, kısım, ayırmak, ...
  • μεριά στα τούρκικα - yan, taraf, tarafı, tarafında, yandan
  • μερικοί στα τούρκικα - kabir, etrafına, etrafında, birkaç, bazı, biraz, bir, ...
Τυχαίες λέξεις
Μεραρχία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kısım, daire, bölüm, bölünme, bölümü, Küme Bu, bölme, bölünmesi