Μεραρχία στα ουγγρικά

Μετάφραση: μεραρχία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kerület, válaszfal, osztás, osztály, Division, részlege, divízió
Μεραρχία στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεραρχία

μεραρχία εντελβάις, μεραρχία τζούλια, μεραρχία κρητών, μεραρχία ρόδου, μεραρχία acqui, μεραρχία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, μεραρχία στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • μερίδα στα ουγγρικά - szerválás, adogatás, szolgáló, fejadag, porció, élelmiszeradag, kiszolgálás, ...
  • μερίδιο στα ουγγρικά - részvény, részesedés, részesedése, részesedését, részesedést
  • μεριά στα ουγγρικά - burkolófal, fejtéshomlok, nagyhangúság, vájatvég, tagozat, pöffeszkedés, oldallap, ...
  • μερικοί στα ουγγρικά - néhány, némi, némely, némileg, valami, bizonyos, Egyes, ...
Τυχαίες λέξεις
Μεραρχία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kerület, válaszfal, osztás, osztály, Division, részlege, divízió