Παύση στα ισλανδικά

Μετάφραση: παύση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fjara, hlé, Gera hlé, stansa, Gera hlé á, á Hlé
Παύση στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παύση

παύση εκτοκισμού, παύση του αρχηγού αστυνομίας, παύση ποινικής δίωξης, παύση εργασιών ατομικής επιχείρησης, παύση εργασιών πτώχευσης, παύση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, παύση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • παχυσαρκία στα ισλανδικά - offita, offitu, Obesity, offita hefur, ofþyngd
  • παχύσαρκος στα ισλανδικά - offitusjúklingum, feitir, of feitir, offitu, offitu að stríða
  • παύω στα ισλανδικά - enda, hætta, Hættu, hætt, brott
  • πείθω στα ισλανδικά - sannfæra, að sannfæra, sannfært
Τυχαίες λέξεις
Παύση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fjara, hlé, Gera hlé, stansa, Gera hlé á, á Hlé