Ανερμάτιστος στα ιταλικά

Μετάφραση: ανερμάτιστος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
volubile, anermatistos
Ανερμάτιστος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανερμάτιστος

ανερμάτιστος λεξικό, ανερμάτιστος ετυμολογία, ανερμάτιστος συνώνυμο, ανερμάτιστος ορισμός, ανερμάτιστος σημασία, ανερμάτιστος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανερμάτιστος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ανεπιθύμητος στα ιταλικά - sgradito, sgradita, indesiderato, sgradite, unwelcome
  • ανεργία στα ιταλικά - disoccupazione, di disoccupazione, la disoccupazione, della disoccupazione, tasso di disoccupazione
  • ανερχόμενος στα ιταλικά - imminente, prossimo, prossima, cui è decisivo, in cui è decisivo
  • ανεφοδιάζω στα ιταλικά - riempire, integrare, anefodiazo
Τυχαίες λέξεις
Ανερμάτιστος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: volubile, anermatistos