Ανερμάτιστος στα πολωνικά

Μετάφραση: ανερμάτιστος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niestały, chwiejny, niestateczny, niestabilny, anermatistos
Ανερμάτιστος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανερμάτιστος

ανερμάτιστος λεξικό, ανερμάτιστος ετυμολογία, ανερμάτιστος συνώνυμο, ανερμάτιστος ορισμός, ανερμάτιστος σημασία, ανερμάτιστος λεξικό γλώσσας πολωνικά, ανερμάτιστος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ανεπιθύμητος στα πολωνικά - niepotrzebny, nieodpowiedni, niedogodny, niepożądany, niemile widziany, nieproszony, niepożądane, ...
  • ανεργία στα πολωνικά - bezrobocie, bezrobocia, bezrobotnych, dla bezrobotnych, bezrobociem
  • ανερχόμενος στα πολωνικά - rozkwitanie, okulizacja, pączkowanie, okulizowanie, zarodkowanie, nadchodzący, nadchodzące, ...
  • ανεφοδιάζω στα πολωνικά - zaopatrywać, napełnić, napełniać, dopełniać, dopełnić, uzupełniać, anefodiazo
Τυχαίες λέξεις
Ανερμάτιστος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: niestały, chwiejny, niestateczny, niestabilny, anermatistos