Ανερμάτιστος στα ουκρανικά

Μετάφραση: ανερμάτιστος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нестійкий, хитливий, коливний, нетвердий, anermatistos
Ανερμάτιστος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανερμάτιστος

ανερμάτιστος λεξικό, ανερμάτιστος ετυμολογία, ανερμάτιστος συνώνυμο, ανερμάτιστος ορισμός, ανερμάτιστος σημασία, ανερμάτιστος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανερμάτιστος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ανεπιθύμητος στα ουκρανικά - небажаний, незручний, небажана
  • ανεργία στα ουκρανικά - безробіття
  • ανερχόμενος στα ουκρανικά - окуліровка, майбутній, наступний
  • ανεφοδιάζω στα ουκρανικά - anefodiazo
Τυχαίες λέξεις
Ανερμάτιστος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: нестійкий, хитливий, коливний, нетвердий, anermatistos