Ανερμάτιστος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ανερμάτιστος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
anermatistos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανερμάτιστος
ανερμάτιστος λεξικό, ανερμάτιστος ετυμολογία, ανερμάτιστος συνώνυμο, ανερμάτιστος ορισμός, ανερμάτιστος σημασία, ανερμάτιστος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανερμάτιστος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ανεπιθύμητος στα ολλανδικά - onwelkom, ongewenste, onwelkome, ongewenst, gewenst
- ανεργία στα ολλανδικά - werkloosheid, werkeloosheid, de werkloosheid, werkloosheidsuitkering, van de werkloosheid
- ανερχόμενος στα ολλανδικά - aankomende, aanstaande, komende, opkomende, eerstvolgende
- ανεφοδιάζω στα ολλανδικά - anefodiazo
Τυχαίες λέξεις
Ανερμάτιστος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: anermatistos
Μεταφράσεις: anermatistos