Αποκόλληση στα ιταλικά

Μετάφραση: αποκόλληση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
isolamento, abruption, distacco, distacco di, distacco della, il distacco
Αποκόλληση στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκόλληση

αποκόλληση υαλοειδούς θεραπεια, αποκόλληση νυχιου, αποκόλληση υμένα, αποκόλληση αμφιβληστροειδούς αιτια, αποκόλληση πλακούντα αιτίες, αποκόλληση λεξικό γλώσσας ιταλικά, αποκόλληση στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αποκτώ στα ιταλικά - afferrare, procurare, ricevere, acquistare, giungere, diventare, cominciare, ...
  • αποκόβω στα ιταλικά - staccare, recidere, tagliare, svezzare, dividere, separare, troncare, ...
  • απολίθωμα στα ιταλικά - fossile, fossili, fossile di
  • απολαβές στα ιταλικά - salario, paga, stipendio, guadagni, guadagno, reddito, proventi, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποκόλληση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: isolamento, abruption, distacco, distacco di, distacco della, il distacco