Αποκόλληση στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αποκόλληση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разрыў, парыў
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκόλληση
αποκόλληση υαλοειδούς θεραπεια, αποκόλληση νυχιου, αποκόλληση υμένα, αποκόλληση αμφιβληστροειδούς αιτια, αποκόλληση πλακούντα αιτίες, αποκόλληση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αποκόλληση στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αποκτώ στα λευκορωσικά - узяць, начынаць, учытацца, штурхаць, прынасiць, прыходзiць, адбыцца, ...
- αποκόβω στα λευκορωσικά - выразаць
- απολίθωμα στα λευκορωσικά - выкапень, выкапнёвае
- απολαβές στα λευκορωσικά - прыбытак
Τυχαίες λέξεις
Αποκόλληση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: разрыў, парыў
Μεταφράσεις: разрыў, парыў