Αποκόλληση στα ουκρανικά
Μετάφραση: αποκόλληση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виділення, загін, неупередженість, виокремлення, розрив, розривши
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκόλληση
αποκόλληση υαλοειδούς θεραπεια, αποκόλληση νυχιου, αποκόλληση υμένα, αποκόλληση αμφιβληστροειδούς αιτια, αποκόλληση πλακούντα αιτίες, αποκόλληση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποκόλληση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αποκτώ στα ουκρανικά - сягати, придбавати, домагатися, досягати, набути, стати, придбати, ...
- αποκόβω στα ουκρανικά - розривати, заможний, розлучати, рясний, відокремлювати, перерізати, вирізати, ...
- απολίθωμα στα ουκρανικά - скам'янілість, викопне, копалина, копалину, копалини, ископаемое
- απολαβές στα ουκρανικά - заробітки, заробіток, доход, надходження, прибуток, прибутку
Τυχαίες λέξεις
Αποκόλληση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: виділення, загін, неупередженість, виокремлення, розрив, розривши
Μεταφράσεις: виділення, загін, неупередженість, виокремлення, розрив, розривши