Αποκόλληση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αποκόλληση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
destacamento, destacável, ruptura, descolamento, abruption, descolamento prematuro, descolamento da
Αποκόλληση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκόλληση

αποκόλληση υαλοειδούς θεραπεια, αποκόλληση νυχιου, αποκόλληση υμένα, αποκόλληση αμφιβληστροειδούς αιτια, αποκόλληση πλακούντα αιτίες, αποκόλληση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποκόλληση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αποκτώ στα πορτογαλικά - entupir, haver, adquira, colher, acontecer, receber, conseguir, ...
  • αποκόβω στα πορτογαλικά - quebrar, setenta, partir, recortar, cortar, cortado, cortada, ...
  • απολίθωμα στα πορτογαλικά - fósseis, fóssil, petrificado, fossil, fóssil de, de fósseis
  • απολαβές στα πορτογαλικά - salário, lucros, pagamento, lucro, proveito, ordenado, vantagem, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποκόλληση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: destacamento, destacável, ruptura, descolamento, abruption, descolamento prematuro, descolamento da