Αποκόλληση στα ολλανδικά
Μετάφραση: αποκόλληση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
team, isolering, afdeling, isolatie, detachement, afzondering, abruptio, abruption, abruptie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκόλληση
αποκόλληση υαλοειδούς θεραπεια, αποκόλληση νυχιου, αποκόλληση υμένα, αποκόλληση αμφιβληστροειδούς αιτια, αποκόλληση πλακούντα αιτίες, αποκόλληση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποκόλληση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αποκτώ στα ολλανδικά - raken, verwerven, toucheren, genieten, worden, verwekken, behalen, ...
- αποκόβω στα ολλανδικά - scheiden, uitsnijden, uitgesneden, gesneden, knip, uitknippen
- απολίθωμα στα ολλανδικά - verstening, fossiel, fossiele, van fossiele, de fossiele, fossielen
- απολαβές στα ολλανδικά - gewin, traktement, verdienste, belang, salaris, voordeel, wedde, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποκόλληση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: team, isolering, afdeling, isolatie, detachement, afzondering, abruptio, abruption, abruptie
Μεταφράσεις: team, isolering, afdeling, isolatie, detachement, afzondering, abruptio, abruption, abruptie