Αποκόλληση στα λιθουανικά
Μετάφραση: αποκόλληση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
komanda, atplėšimas, atitrūkimas, Išėjimas į paviršių, Oderwanie, Atsiskyrimo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκόλληση
αποκόλληση υαλοειδούς θεραπεια, αποκόλληση νυχιου, αποκόλληση υμένα, αποκόλληση αμφιβληστροειδούς αιτια, αποκόλληση πλακούντα αιτίες, αποκόλληση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αποκόλληση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αποκτώ στα λιθουανικά - pasiekti, įgyti, mokytis, lįsti, laimėti, tapti, gauti, ...
- αποκόβω στα λιθουανικά - iškirpti, cut out, išpjauti, sukirptus, sukarpytus
- απολίθωμα στα λιθουανικά - iškastinio, iškastinį, iškastinis, iškastinio kuro, iškastiniu
- απολαβές στα λιθουανικά - pelnas, užmokestis, alga, atlyginimas, uždarbis, pajamos, darbo užmokestis
Τυχαίες λέξεις
Αποκόλληση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: komanda, atplėšimas, atitrūkimas, Išėjimas į paviršių, Oderwanie, Atsiskyrimo
Μεταφράσεις: komanda, atplėšimas, atitrūkimas, Išėjimas į paviršių, Oderwanie, Atsiskyrimo