Γκόμενος στα ιταλικά
Μετάφραση: γκόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ragazzo, fidanzato, boyfriend, compagno, il fidanzato
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γκόμενος
γκόμενος ουρανίας μιχαλολιάκου, γκόμενος ετυμολογία, γκόμενος λεξικό γλώσσας ιταλικά, γκόμενος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- γκρινιάρης στα ιταλικά - brontolone, Growler, rivelatore di cortocircuiti, ruggente, di Growler
- γκόμενα στα ιταλικά - pulcino, chick, pulcino di, pulcini
- γλάρος στα ιταλικά - gabbiano, gull, di gabbiano, gabbiano di
- γλίστρημα στα ιταλικά - sgusciare, slittare, sdrucciolare, scivolare, slittamento, antiscivolo, di slittamento, ...
Τυχαίες λέξεις
Γκόμενος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ragazzo, fidanzato, boyfriend, compagno, il fidanzato
Μεταφράσεις: ragazzo, fidanzato, boyfriend, compagno, il fidanzato