Γκόμενος στα ολλανδικά

Μετάφραση: γκόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vriendje, vriend, vriendmeisje, vriendmeisje van, de vriendmeisje
Γκόμενος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γκόμενος

γκόμενος ουρανίας μιχαλολιάκου, γκόμενος ετυμολογία, γκόμενος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γκόμενος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γκρινιάρης στα ολλανδικά - huurrijtuig, brompot, Ijsschots, Growler, brombeer
  • γκόμενα στα ολλανδικά - kuiken, chick, het Kuiken van, kuiken van, van het Kuiken
  • γλάρος στα ολλανδικά - meeuw, zeemeeuw, gull, zeemeeuw van, De Zeemeeuw
  • γλίστρημα στα ολλανδικά - slippen, schuiven, uitglijden, glippen, glijden, strook
Τυχαίες λέξεις
Γκόμενος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vriendje, vriend, vriendmeisje, vriendmeisje van, de vriendmeisje