Διαφεύγω στα ιταλικά

Μετάφραση: διαφεύγω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
schivare, fuga, di fuga, escape, evasione, fuggire
Διαφεύγω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαφεύγω

διαφεύγω συνωνυμα, διαφεύγω την προσοχή, διαφεύγω ορισμός, διαφεύγω λεξικό γλώσσας ιταλικά, διαφεύγω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • διαφαίνομαι στα ιταλικά - apparire, scoprire, rivelare, svelare, sembrare, scoperchiare, comparire, ...
  • διαφανής στα ιταλικά - trasparente, trasparenti, trasparenza, transparent
  • διαφημίζω στα ιταλικά - annunziare, pubblicizzare, pubblicità, advertise, pubblicizzala, inseriere
  • διαφημιστικός στα ιταλικά - pubblicità, pubblicitaria, la pubblicità, pubblicitario, pubblicitari
Τυχαίες λέξεις
Διαφεύγω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: schivare, fuga, di fuga, escape, evasione, fuggire