Διαφεύγω στα λιθουανικά
Μετάφραση: διαφεύγω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pabėgti, evakuavimo, evakuacijos, gelbėjimosi, Escape
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαφεύγω
διαφεύγω συνωνυμα, διαφεύγω την προσοχή, διαφεύγω ορισμός, διαφεύγω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διαφεύγω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διαφαίνομαι στα λιθουανικά - reginys, akyse, žvilgsnio, vaizdas
- διαφανής στα λιθουανικά - skaidrus, skaidri, skaidrios, skaidrūs, skaidriai
- διαφημίζω στα λιθουανικά - reklamuoti, reklamuoja, reklamuotis, reklamos, reklama
- διαφημιστικός στα λιθουανικά - reklama, skelbimas, reklaminis, Skelbimai, reklamos, reklamą
Τυχαίες λέξεις
Διαφεύγω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pabėgti, evakuavimo, evakuacijos, gelbėjimosi, Escape
Μεταφράσεις: pabėgti, evakuavimo, evakuacijos, gelbėjimosi, Escape