Διαφεύγω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διαφεύγω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
elucidar, aclarar, fuga, escapar, de escape, de fuga, saída
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαφεύγω
διαφεύγω συνωνυμα, διαφεύγω την προσοχή, διαφεύγω ορισμός, διαφεύγω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαφεύγω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διαφαίνομαι στα πορτογαλικά - reutilizar, surgir, aparecer, manifestar, figurar, revelar, comparecer, ...
- διαφανής στα πορτογαλικά - transparente, transparentes, transparent, transparência
- διαφημίζω στα πορτογαλικά - anunciar, anuncie, propaganda, publicitar, anunciam
- διαφημιστικός στα πορτογαλικά - reclamo, publicidade, anúncio, propaganda, de publicidade, a publicidade
Τυχαίες λέξεις
Διαφεύγω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: elucidar, aclarar, fuga, escapar, de escape, de fuga, saída
Μεταφράσεις: elucidar, aclarar, fuga, escapar, de escape, de fuga, saída