Εγκάρδιος στα ιταλικά
Μετάφραση: εγκάρδιος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affettuoso, cordiale, caloroso, ricca, abbondante, un'abbondante
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκάρδιος
εγκάρδιος συνώνυμο, εγκάρδιος αγγλικά, εγκάρδιος συνώνυμα, εγκάρδιος λεξικό γλώσσας ιταλικά, εγκάρδιος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- εγείρομαι στα ιταλικά - sorgere, salire, aumentare, aumento, crescere
- εγκάθετος στα ιταλικά - lingua, sedersi, Sit, sedere, Sedetevi, Siediti
- εγκέφαλος στα ιταλικά - spirito, mente, cervello, cerebrale, del cervello, cerebrali, cervelli
- εγκαθίσταμαι στα ιταλικά - assettare, fissare, stabilirsi, risolvere, saldare, sistemarsi, comporre
Τυχαίες λέξεις
Εγκάρδιος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: affettuoso, cordiale, caloroso, ricca, abbondante, un'abbondante
Μεταφράσεις: affettuoso, cordiale, caloroso, ricca, abbondante, un'abbondante