Ορειβασία στα ιταλικά
Μετάφραση: ορειβασία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arrampicarsi, arrampicata, climbing, scalata, arrampicate, di arrampicata
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορειβασία
ορειβασία στην πάρνηθα, ορειβασία εξοπλισμός, ορειβασία θεσσαλονίκη, ορειβασία-πεζοπορία, ορειβασία στην κύπρο, ορειβασία λεξικό γλώσσας ιταλικά, ορειβασία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ορδή στα ιταλικά - orda, torma, Horde, un'orda, dell'Orda, orde
- ορειβάτης στα ιταλικά - alpinista, montanaro, mountaineer, scalatore, l'alpinista
- ορεινός στα ιταλικά - montuoso, montagnoso, montuosa, montagna, montagnosa
- ορεκτικό στα ιταλικά - antipasto, aperitivo, alimento antipasto, antipasti, appetizer
Τυχαίες λέξεις
Ορειβασία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: arrampicarsi, arrampicata, climbing, scalata, arrampicate, di arrampicata
Μεταφράσεις: arrampicarsi, arrampicata, climbing, scalata, arrampicate, di arrampicata